- παραγλύφω
- Α1. παραχαράσσω («ἤ τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγίδας», Διόδ.)2. αποξέω σχηματίζοντας κοίλωμα, κοιλαίνω με λάξευση («παραγλύψαντα χρὴ τοῡ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + γλύφω «λαξένω, σκαλίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.